- παρορμητικός
- -ή, -ό / παρορμητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [παρορμώ (Ι)]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια και στο αποτέλεσμα τού παρορμώ, προτρεπτικός (α. παρορμητικά λόγια» β. «παρορμητικὸς ἀφροδισίων»)νεοελλ.αυτός που έχει συχνές ή έντονες εκδηλώσεις παρορμήσεων, αυτός που ρέπει ή ωθεί σε πράξεις αυθόρμητες, ενστικτώδεις, οι οποίες δεν έχουν υποβληθεί στον έλεγχο τής συνείδησηςαρχ.φρ. «παρορμητικά ῥήματα» — τα ρήματα που φανερώνουν προτροπή, παρακίνηση, όπως λ.χ. ὀτρύνω, ἐρεθίζω κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.